Translation meaning & definition of the word "juice" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χυμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Juice
[Χυμός]/ʤus/
noun
1. The liquid part that can be extracted from plant or animal tissue by squeezing or cooking
- synonym:
- juice
1. Το υγρό μέρος που μπορεί να εξαχθεί από φυτικό ή ζωικό ιστό με συμπίεση ή μαγείρεμα
- συνώνυμο:
- χυμός
2. Energetic vitality
- "Her creative juices were flowing"
- synonym:
- juice
2. Ενεργητική ζωή
- "Οι δημιουργικοί χυμοί της κυλούσαν"
- συνώνυμο:
- χυμός
3. Electric current
- "When the wiring was finished they turned on the juice"
- synonym:
- juice
3. Ηλεκτρικό ρεύμα
- "Όταν τελείωσε η καλωδίωση άναψαν το χυμό"
- συνώνυμο:
- χυμός
4. Any of several liquids of the body
- "Digestive juices"
- synonym:
- juice ,
- succus
4. Οποιοδήποτε από τα πολλά υγρά του σώματος
- "Ψηφιακοί χυμοί"
- συνώνυμο:
- χυμός ,
- συκουρέσ
Examples of using
Two glasses of apple juice, please.
Δύο ποτήρια χυμό μήλου, παρακαλώ.
Mix two parts of rum with one part of lemon juice.
Ανακατέψτε δύο μέρη ρούμι με ένα μέρος χυμού λεμονιού.
Do you have any orange juice?
Έχετε χυμό πορτοκαλιού?