Translation meaning & definition of the word "juggler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακοποιός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Juggler
[Κακοποιών]/ʤəgələr/
noun
1. A performer who juggles objects and performs tricks of manual dexterity
- synonym:
- juggler
1. Ένας ερμηνευτής που παίζει αντικείμενα και εκτελεί κόλπα χειρωνακτικής επιδεξιότητας
- συνώνυμο:
- ζογκλέρ