Translation meaning & definition of the word "juggle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγκαλιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Juggle
[Λαβή]/ʤəgəl/
noun
1. The act of rearranging things to give a misleading impression
- synonym:
- juggle ,
- juggling
1. Η πράξη αναδιάταξης των πραγμάτων για να δώσει μια παραπλανητική εντύπωση
- συνώνυμο:
- παίζω ,
- παζλ
2. Throwing and catching several objects simultaneously
- synonym:
- juggle ,
- juggling
2. Ρίψη και πιάσει πολλά αντικείμενα ταυτόχρονα
- συνώνυμο:
- παίζω ,
- παζλ
verb
1. Influence by slyness
- synonym:
- juggle ,
- beguile ,
- hoodwink
1. Επιρροή από την πονηρία
- συνώνυμο:
- παίζω ,
- εκλιπαρώ ,
- απορροφητήρασ
2. Manipulate by or as if by moving around components
- "Juggle an account so as to hide a deficit"
- synonym:
- juggle
2. Χειριστείτε προς ή σαν να κινείται γύρω από τα συστατικά
- "Αγκαλιάστε έναν λογαριασμό για να κρύψετε ένα έλλειμμα"
- συνώνυμο:
- παίζω
3. Deal with simultaneously
- "She had to juggle her job and her children"
- synonym:
- juggle
3. Αντιμετωπίστε ταυτόχρονα
- "Έπρεπε να παίξει τη δουλειά της και τα παιδιά της"
- συνώνυμο:
- παίζω
4. Throw, catch, and keep in the air several things simultaneously
- synonym:
- juggle
4. Ρίξτε, πιάστε και κρατήστε στον αέρα πολλά πράγματα ταυτόχρονα
- συνώνυμο:
- παίζω
5. Hold with difficulty and balance insecurely
- "The player juggled the ball"
- synonym:
- juggle
5. Κρατήστε με δυσκολία και ισορροπία ανασφαλή
- "Ο παίκτης παίζει την μπάλα"
- συνώνυμο:
- παίζω