Translation meaning & definition of the word "jug" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγκαλιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jug
[Κανάτα]/ʤəg/
noun
1. A large bottle with a narrow mouth
- synonym:
- jug
1. Ένα μεγάλο μπουκάλι με στενό στόμα
- συνώνυμο:
- κανάτα
2. The quantity contained in a jug
- synonym:
- jug ,
- jugful
2. Η ποσότητα που περιέχεται σε μια κανάτα
- συνώνυμο:
- κανάτα ,
- τραβηγμένοσ
verb
1. Lock up or confine, in or as in a jail
- "The suspects were imprisoned without trial"
- "The murderer was incarcerated for the rest of his life"
- synonym:
- imprison ,
- incarcerate ,
- lag ,
- immure ,
- put behind bars ,
- jail ,
- jug ,
- gaol ,
- put away ,
- remand
1. Κλείδωμα ή περιορισμός, μέσα ή όπως στη φυλακή
- "Οι ύποπτοι φυλακίστηκαν χωρίς δίκη"
- "Ο δολοφόνος φυλακίστηκε για το υπόλοιπο της ζωής του"
- συνώνυμο:
- φυλακίζω ,
- καθυστέρηση ,
- αμνησία ,
- βάλτε πίσω από τα κάγκελα ,
- φυλακή ,
- κανάτα ,
- γκαόλ ,
- απομακρύνομαι ,
- παραπέμπω
2. Stew in an earthenware jug
- "Jug the rabbit"
- synonym:
- jug
2. Στιφάδο σε μια κανάτα πήλινων σκευών
- "Αγκαλιάστε το κουνέλι"
- συνώνυμο:
- κανάτα
Examples of using
I filled the jug to the brim.
Γέμισα την κανάτα στο χείλος.
A jug fills drop by drop.
Μια κανάτα γεμίζει πτώση από πτώση.