Translation meaning & definition of the word "judo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κριτό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Judo
[Τζούντο]/ʤudoʊ/
noun
1. A sport adapted from jujitsu (using principles of not resisting) and similar to wrestling
- Developed in japan
- synonym:
- judo
1. Ένα άθλημα προσαρμοσμένο από το (χρησιμοποιώντας τις αρχές της μη αντίστασης) και παρόμοια με την πάλη
- Αναπτύχθηκε στην ιαπωνία
- συνώνυμο:
- τζούντο
Examples of using
I'm practising judo.
Εξασκούμαι στο τζούντο.
My older brother is practicing judo. He is very good.
Ο μεγαλύτερος αδερφός μου ασκεί τζούντο. Είναι πολύ καλός.
I'm practising judo.
Εξασκούμαι στο τζούντο.