Translation meaning & definition of the word "judicial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δικαστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Judicial
[Δικαστικόσ]/ʤudɪʃəl/
adjective
1. Decreed by or proceeding from a court of justice
- "A judicial decision"
- synonym:
- judicial
1. Αποφασίζεται με ή να προχωρήσει από δικαστήριο
- "Δικαστική απόφαση"
- συνώνυμο:
- δικαστικόσ
2. Belonging or appropriate to the office of a judge
- "Judicial robes"
- synonym:
- judicial
2. Ανήκει ή είναι κατάλληλο για το γραφείο του δικαστή
- "Δικαστικές ρόμπες"
- συνώνυμο:
- δικαστικόσ
3. Relating to the administration of justice or the function of a judge
- "Judicial system"
- synonym:
- judicial ,
- juridical ,
- juridic
3. Σχετικά με την απονομή δικαιοσύνης ή τη λειτουργία δικαστή
- "Δικαστικό σύστημα"
- συνώνυμο:
- δικαστικόσ ,
- νομικός ,
- νομικό
4. Expressing careful judgment
- "Discriminative censure"
- "A biography ...appreciative and yet judicial in purpose"-tyler dennett
- synonym:
- discriminative ,
- judicial
4. Εκφράζοντας προσεκτική κρίση
- "Διακριτική μομφή"
- "Μια βιογραφία.παρασκευαστική και όμως δικαστική επίτηδες"- τάιλερ ντένετ
- συνώνυμο:
- διακριτικόσ ,
- δικαστικόσ
Examples of using
The U.S. government has three branches: the executive, the legislative, and the judicial.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει τρεις κλάδους: το εκτελεστικό, το νομοθετικό και το δικαστικό.