Translation meaning & definition of the word "judgment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρίση" στην ελληνική γλώσσα
Judgment
[Απόφαση]noun
1. An opinion formed by judging something
- "He was reluctant to make his judgment known"
- "She changed her mind"
- synonym:
- judgment ,
- judgement ,
- mind
1. Μια άποψη που διαμορφώνεται με το να κρίνεις κάτι
- "Ήταν απρόθυμος να γνωστοποιήσει την κρίση του"
- "Άλλαξε γνώμη"
- συνώνυμο:
- απόφαση ,
- κρίση ,
- μυαλό
2. The act of judging or assessing a person or situation or event
- "They criticized my judgment of the contestants"
- synonym:
- judgment ,
- judgement ,
- assessment
2. Η πράξη της κρίσης ή της αξιολόγησης ενός ατόμου ή μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος
- "Επέκριναν την κρίση μου για τους διαγωνιζόμενους"
- συνώνυμο:
- απόφαση ,
- κρίση ,
- αξιολόγηση
3. (law) the determination by a court of competent jurisdiction on matters submitted to it
- synonym:
- judgment ,
- judgement ,
- judicial decision
3. (-δικαστήριο τον καθορισμό από δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας για θέματα που υποβάλλονται σε αυτό
- συνώνυμο:
- απόφαση ,
- κρίση ,
- δικαστική απόφαση
4. The cognitive process of reaching a decision or drawing conclusions
- synonym:
- judgment ,
- judgement ,
- judging
4. Η γνωστική διαδικασία επίτευξης απόφασης ή εξαγωγής συμπερασμάτων
- συνώνυμο:
- απόφαση ,
- κρίση ,
- κρίνοντασ
5. The legal document stating the reasons for a judicial decision
- "Opinions are usually written by a single judge"
- synonym:
- opinion ,
- legal opinion ,
- judgment ,
- judgement
5. Το νομικό έγγραφο που αναφέρει τους λόγους της δικαστικής απόφασης
- "Οι προτάσεις συνήθως γράφονται από έναν μόνο δικαστή"
- συνώνυμο:
- γνώμη ,
- νομική γνώμη ,
- απόφαση ,
- κρίση
6. The capacity to assess situations or circumstances shrewdly and to draw sound conclusions
- synonym:
- judgment ,
- judgement ,
- sound judgment ,
- sound judgement ,
- perspicacity
6. Την ικανότητα να αξιολογεί καταστάσεις ή περιστάσεις και να εξάγει καλά συμπεράσματα
- συνώνυμο:
- απόφαση ,
- κρίση ,
- ορθή κρίση ,
- εφίδρωση
7. The mental ability to understand and discriminate between relations
- synonym:
- sagacity ,
- sagaciousness ,
- judgment ,
- judgement ,
- discernment
7. Η νοητική ικανότητα να κατανοεί και να κάνει διακρίσεις μεταξύ των σχέσεων
- συνώνυμο:
- απερισκεψία ,
- απόφαση ,
- κρίση ,
- διάκριση