Translation meaning & definition of the word "joyful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρούμενος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Joyful
[Χαρούμενος]/ʤɔɪfəl/
adjective
1. Full of or producing joy
- "Make a joyful noise"
- "A joyful occasion"
- synonym:
- joyful
1. Γεμάτη ή παράγοντας χαρά
- "Κάνε ένα χαρούμενο θόρυβο"
- "Μια χαρούμενη περίσταση"
- συνώνυμο:
- χαρούμενος
2. Full of high-spirited delight
- "A joyful heart"
- synonym:
- elated ,
- gleeful ,
- joyful ,
- jubilant
2. Γεμάτο από υψηλή απόλαυση
- "Χαρούμενη καρδιά"
- συνώνυμο:
- εκλεπτύνεται ,
- χαρούμενος ,
- ευφυολόγοσ
Examples of using
We were filled with joyful expectation.
Ήμασταν γεμάτοι με χαρούμενες προσδοκίες.