Translation meaning & definition of the word "jovial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τέχνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jovial
[Ιοβιανόσ]/ʤoʊviəl/
adjective
1. Full of or showing high-spirited merriment
- "When hearts were young and gay"
- "A poet could not but be gay, in such a jocund company"- wordsworth
- "The jolly crowd at the reunion"
- "Jolly old saint nick"
- "A jovial old gentleman"
- "Have a merry christmas"
- "Peals of merry laughter"
- "A mirthful laugh"
- synonym:
- gay ,
- jocund ,
- jolly ,
- jovial ,
- merry ,
- mirthful
1. Γεμάτο ή παρουσιάζοντας υψηλό πνεύμα χαράς
- "Όταν οι καρδιές ήταν νέες και γκέι"
- "Ένας ποιητής δεν θα μπορούσε παρά να είναι ομοφυλόφιλος, σε μια τέτοια εταιρεία επικαιρότητας"-λέξσγουορθ
- "Το χαρούμενο πλήθος στην επανένωση"
- "Γεια σου σαιντ νικ"
- "Ένας ηλικιωμένος κύριος"
- "Έχετε καλά χριστούγεννα"
- "Τύρφη του χαρούμενου γέλιου"
- "Ένα αποτρόπαιο γέλιο"
- συνώνυμο:
- γκέι ,
- τζόκουντ ,
- τζόλι ,
- τζοβιάλ ,
- χαρούμενος ,
- καθρέφτησ