Translation meaning & definition of the word "joust" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακουστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Joust
[Καβάλα]/ʤaʊst/
noun
1. A combat between two mounted knights tilting against each other with blunted lances
- synonym:
- joust ,
- tilt
1. Μια μάχη ανάμεσα σε δύο ιππότες που γέρνουν ο ένας εναντίον του άλλου με αμβλύ λόγχες
- συνώνυμο:
- αναβρασμόσ ,
- κλίση
verb
1. Joust against somebody in a tournament by fighting on horseback
- synonym:
- joust
1. Τζόκινγκ εναντίον κάποιου σε ένα τουρνουά πολεμώντας με άλογο
- συνώνυμο:
- αναβρασμόσ