Translation meaning & definition of the word "journalistic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημοσιογραφική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Journalistic
[Δημοσιογραφικόσ]/ʤərnəlɪstɪk/
adjective
1. Of or relating to or having the characteristics of journalism
- "Journalistic writing"
- synonym:
- journalistic
1. Από ή σχετίζονται ή έχουν τα χαρακτηριστικά της δημοσιογραφίας
- "Δημοσιογραφική γραφή"
- συνώνυμο:
- δημοσιογραφικόσ