Translation meaning & definition of the word "journalist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημοσιογράφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Journalist
[Δημοσιογράφος]/ʤərnələst/
noun
1. A writer for newspapers and magazines
- synonym:
- journalist
1. Συγγραφέας για εφημερίδες και περιοδικά
- συνώνυμο:
- δημοσιογράφος
2. Someone who keeps a diary or journal
- synonym:
- diarist ,
- diary keeper ,
- journalist
2. Κάποιος που κρατάει ημερολόγιο ή περιοδικό
- συνώνυμο:
- διαριανόσ ,
- ημερολόγιο ,
- δημοσιογράφος
Examples of using
I want to be a journalist.
Θέλω να γίνω δημοσιογράφος.
He's a journalist.
Είναι δημοσιογράφος.
My son is a journalist.
Ο γιος μου είναι δημοσιογράφος.