Translation meaning & definition of the word "journalism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημοσιογραφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Journalism
[Δημοσιογραφία]/ʤərnəlɪzəm/
noun
1. Newspapers and magazines collectively
- synonym:
- journalism ,
- news media
1. Εφημερίδες και περιοδικά συλλογικά
- συνώνυμο:
- δημοσιογραφία ,
- ειδησεογραφικά μέσα
2. The profession of reporting or photographing or editing news stories for one of the media
- synonym:
- journalism
2. Το επάγγελμα της αναφοράς ή της φωτογράφισης ή της επεξεργασίας ειδήσεων για ένα από τα μέσα ενημέρωσης
- συνώνυμο:
- δημοσιογραφία
Examples of using
In a democracy, it is important for journalism to be independent.
Σε μια δημοκρατία, είναι σημαντικό η δημοσιογραφία να είναι ανεξάρτητη.