Translation meaning & definition of the word "josh" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "του Θεού" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Josh
[Τζος]/ʤɑʃ/
verb
1. Be silly or tease one another
- "After we relaxed, we just kidded around"
- synonym:
- kid ,
- chaff ,
- jolly ,
- josh ,
- banter
1. Να είστε ανόητοι ή να πειράζετε ο ένας τον άλλον
- "Αφού χαλαρώσαμε, απλά παίξαμε"
- συνώνυμο:
- παιδί ,
- τσαλαπάτη ,
- τζόλι ,
- τζος ,
- πανό