Translation meaning & definition of the word "jordan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιορδανία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jordan
[Ιορδανία]/ʤɔrdən/
noun
1. A river in palestine that empties into the dead sea
- John the baptist baptized jesus in the jordan
- synonym:
- Jordan ,
- Jordan River
1. Ένα ποτάμι στην παλαιστίνη που εκβάλλει στη νεκρά θάλασσα
- Ο ιωάννης ο βαπτιστής βάφτισε τον ιησού στον ιορδάνη
- συνώνυμο:
- Ιορδανία ,
- Ιορδάνης ποταμός
2. An arab kingdom in southwestern asia on the red sea
- synonym:
- Jordan ,
- Hashemite Kingdom of Jordan
2. Ένα αραβικό βασίλειο στη νοτιοδυτική ασία στην ερυθρά θάλασσα
- συνώνυμο:
- Ιορδανία ,
- Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας