Translation meaning & definition of the word "jolt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τράβηγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jolt
[Περιπλανώμαι]/ʤoʊlt/
noun
1. A sudden jarring impact
- "The door closed with a jolt"
- "All the jars and jolts were smoothed out by the shock absorbers"
- synonym:
- jolt ,
- jar ,
- jounce ,
- shock
1. Μια ξαφνική πρόσκρουση
- "Η πόρτα έκλεισε με ένα τράνταγμα"
- "Όλα τα βάζα και τα πηδάλια εξομαλύνθηκαν από τα αμορτισέρ"
- συνώνυμο:
- τζολτ ,
- βάζο ,
- ανακατώνω ,
- σοκ
2. An abrupt spasmodic movement
- synonym:
- jerk ,
- jerking ,
- jolt ,
- saccade
2. Μια απότομη σπασμωδική κίνηση
- συνώνυμο:
- τσεκ ,
- τραντάγματοσ ,
- τζολτ ,
- σακκίδιο
verb
1. Move or cause to move with a sudden jerky motion
- synonym:
- jolt ,
- jar
1. Μετακίνηση ή αιτία να κινηθεί με μια ξαφνική τραχιά κίνηση
- συνώνυμο:
- τζολτ ,
- βάζο
2. Disturb (someone's) composure
- "The audience was jolted by the play"
- synonym:
- jolt
2. Ενοχλήστε την ψυχραιμία της (απόνης
- "Το κοινό ήταν ταραγμένο από το παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- τζολτ