Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "jolly" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευτυχισμένη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Jolly

[Τζόι]
/ʤɑli/

noun

1. A happy party

    synonym:
  • jolly

1. Ένα ευτυχισμένο πάρτι

    συνώνυμο:
  • τζόλι

2. A yawl used by a ship's sailors for general work

    synonym:
  • jolly boat
  • ,
  • jolly

2. Ένα γιαουλ που χρησιμοποιείται από τους ναυτικούς ενός πλοίου για γενική εργασία

    συνώνυμο:
  • βάρκα της Τζόλι
  • ,
  • τζόλι

verb

1. Be silly or tease one another

  • "After we relaxed, we just kidded around"
    synonym:
  • kid
  • ,
  • chaff
  • ,
  • jolly
  • ,
  • josh
  • ,
  • banter

1. Να είστε ανόητοι ή να πειράζετε ο ένας τον άλλον

  • "Αφού χαλαρώσαμε, απλά παίξαμε"
    συνώνυμο:
  • παιδί
  • ,
  • τσαλαπάτη
  • ,
  • τζόλι
  • ,
  • τζος
  • ,
  • πανό

adjective

1. Full of or showing high-spirited merriment

  • "When hearts were young and gay"
  • "A poet could not but be gay, in such a jocund company"- wordsworth
  • "The jolly crowd at the reunion"
  • "Jolly old saint nick"
  • "A jovial old gentleman"
  • "Have a merry christmas"
  • "Peals of merry laughter"
  • "A mirthful laugh"
    synonym:
  • gay
  • ,
  • jocund
  • ,
  • jolly
  • ,
  • jovial
  • ,
  • merry
  • ,
  • mirthful

1. Γεμάτο ή παρουσιάζοντας υψηλό πνεύμα χαράς

  • "Όταν οι καρδιές ήταν νέες και γκέι"
  • "Ένας ποιητής δεν θα μπορούσε παρά να είναι ομοφυλόφιλος, σε μια τέτοια εταιρεία επικαιρότητας"-λέξσγουορθ
  • "Το χαρούμενο πλήθος στην επανένωση"
  • "Γεια σου σαιντ νικ"
  • "Ένας ηλικιωμένος κύριος"
  • "Έχετε καλά χριστούγεννα"
  • "Τύρφη του χαρούμενου γέλιου"
  • "Ένα αποτρόπαιο γέλιο"
    συνώνυμο:
  • γκέι
  • ,
  • τζόκουντ
  • ,
  • τζόλι
  • ,
  • τζοβιάλ
  • ,
  • χαρούμενος
  • ,
  • καθρέφτησ

adverb

1. To a moderately sufficient extent or degree

  • "Pretty big"
  • "Pretty bad"
  • "Jolly decent of him"
  • "The shoes are priced reasonably"
  • "He is fairly clever with computers"
    synonym:
  • reasonably
  • ,
  • moderately
  • ,
  • pretty
  • ,
  • jolly
  • ,
  • somewhat
  • ,
  • fairly
  • ,
  • middling
  • ,
  • passably

1. Σε μέτρια επαρκή έκταση ή βαθμό

  • "Μεγάλο"
  • "Εξαιρετικά κακό"
  • "Είναι αξιοπρεπές από αυτόν"
  • "Τα παπούτσια τιμολογούνται λογικά"
  • "Είναι αρκετά έξυπνος με τους υπολογιστές"
    συνώνυμο:
  • λογικά
  • ,
  • μέτρια
  • ,
  • όμορφος
  • ,
  • τζόλι
  • ,
  • κάπως
  • ,
  • δίκαια
  • ,
  • περιπλανώμαι
  • ,
  • παθητικά