Translation meaning & definition of the word "jokingly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jokingly
[Αστειεύομαι]/ʤoʊkɪŋli/
adverb
1. In jest
- "I asked him jokingly whether he thought he could drive the calcutta-peshawar express"
- synonym:
- jokingly ,
- jestingly
1. Στην τελετή
- "Τον ρώτησα αστειευόμενος αν νόμιζε ότι θα μπορούσε να οδηγήσει την καλκούτα-πεσαβάρ ρητή"
- συνώνυμο:
- αστειευόμενος ,
- αποτρόπαια
2. Not seriously
- "I meant it facetiously"
- synonym:
- facetiously ,
- jokingly ,
- tongue-in-cheek
2. Όχι σοβαρά
- "Το εννοούσα πολύ προσωπικά"
- συνώνυμο:
- προσωπικά ,
- αστειευόμενος ,
- γλώσσα-σε-τσιπ