Translation meaning & definition of the word "joke" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Joke
[Ανακατώνω]/ʤoʊk/
noun
1. A humorous anecdote or remark intended to provoke laughter
- "He told a very funny joke"
- "He knows a million gags"
- "Thanks for the laugh"
- "He laughed unpleasantly at his own jest"
- "Even a schoolboy's jape is supposed to have some ascertainable point"
- synonym:
- joke ,
- gag ,
- laugh ,
- jest ,
- jape
1. Ένα χιουμοριστικό ανέκδοτο ή παρατήρηση που προορίζεται να προκαλέσει γέλιο
- "Είπε ένα πολύ αστείο αστείο"
- "Γνωρίζει ένα εκατομμύριο αποχρώσεις"
- "Ευχαριστώ για το γέλιο"
- "Γέλασε δυσάρεστα με τη δική του καυλίτσα"
- "Ακόμη και η φυλακή ενός μαθητή υποτίθεται ότι έχει κάποιο εξακριβώσιμο σημείο"
- συνώνυμο:
- αστείο ,
- αγκαλιά ,
- γέλιο ,
- τζεστ ,
- τζαμί
2. Activity characterized by good humor
- synonym:
- jest ,
- joke ,
- jocularity
2. Δραστηριότητα που χαρακτηρίζεται από καλό χιούμορ
- συνώνυμο:
- τζεστ ,
- αστείο ,
- ευθυμία
3. A ludicrous or grotesque act done for fun and amusement
- synonym:
- antic ,
- joke ,
- prank ,
- trick ,
- caper ,
- put-on
3. Μια γελοία ή γκροτέσκο πράξη που γίνεται για διασκέδαση και διασκέδαση
- συνώνυμο:
- αντίκ ,
- αστείο ,
- φάρσα ,
- κόλπο ,
- κάπαρη ,
- παρακαμφθεί
4. A triviality not to be taken seriously
- "I regarded his campaign for mayor as a joke"
- synonym:
- joke
4. Μια ασήμαντη που δεν πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη
- "Θεώρησα την εκστρατεία του για δήμαρχο ως αστείο"
- συνώνυμο:
- αστείο
verb
1. Tell a joke
- Speak humorously
- "He often jokes even when he appears serious"
- synonym:
- joke ,
- jest
1. Πες ένα αστείο
- Μιλήστε χιουμοριστικά
- "Συχνά αστειεύεται ακόμα και όταν φαίνεται σοβαρός"
- συνώνυμο:
- αστείο ,
- τζεστ
2. Act in a funny or teasing way
- synonym:
- joke ,
- jest
2. Ενεργήστε με αστείο ή πειράγματα τρόπο
- συνώνυμο:
- αστείο ,
- τζεστ
Examples of using
It's getting beyond a joke!
Ξεπερνάει ένα αστείο!
Tom played a joke on his friend.
Ο Τομ έπαιξε ένα αστείο στον φίλο του.
He didn't understand Mary's joke.
Δεν κατάλαβε το αστείο της Μαίρης.