Translation meaning & definition of the word "jointly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοινό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jointly
[Κοινά]/ʤɔɪntli/
adverb
1. In collaboration or cooperation
- "This paper was written jointly"
- synonym:
- jointly
1. Σε συνεργασία ή συνεργασία
- "Το βιβλίο αυτό γράφτηκε από κοινού"
- συνώνυμο:
- από κοινού
2. In conjunction with
- Combined
- "Our salaries put together couldn't pay for the damage"
- "We couldn't pay for the damages with all our salaries put together"
- synonym:
- jointly ,
- collectively ,
- conjointly ,
- together with
2. Σε συνδυασμό με
- Συνδυασμένος
- "Οι μισθοί μας δεν μπορούσαν να πληρώσουν για τη ζημιά"
- "Δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε για τις ζημιές με όλους τους μισθούς μας"
- συνώνυμο:
- από κοινού ,
- συλλογικά ,
- συνδεδεμένα ,
- μαζί με
Examples of using
They worked jointly on this project.
Δούλεψαν από κοινού για το έργο αυτό.
They worked jointly on this project.
Δούλεψαν από κοινού για το έργο αυτό.
They worked jointly on this project.
Δούλεψαν από κοινού για το έργο αυτό.