Translation meaning & definition of the word "joint" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοινό" στην ελληνική γλώσσα
Joint
[Κοινός]noun
1. (anatomy) the point of connection between two bones or elements of a skeleton (especially if it allows motion)
- synonym:
- joint ,
- articulation ,
- articulatio
1. (ανατομί) το σημείο σύνδεσης μεταξύ δύο οστών ή στοιχείων ενός σκελετού ( ειδικά αν επιτρέπει την κίνηση)
- συνώνυμο:
- κοινός ,
- άρθρωση ,
- αρθρωτό
2. A disreputable place of entertainment
- synonym:
- joint
2. Ένας αναμφισβήτητος τόπος διασκέδασης
- συνώνυμο:
- κοινός
3. The shape or manner in which things come together and a connection is made
- synonym:
- articulation ,
- join ,
- joint ,
- juncture ,
- junction
3. Το σχήμα ή τον τρόπο με τον οποίο τα πράγματα ενώνονται και γίνεται μια σύνδεση
- συνώνυμο:
- άρθρωση ,
- συμμετέχω ,
- κοινός ,
- συγκυρία ,
- διασταύρωση
4. A piece of meat roasted or for roasting and of a size for slicing into more than one portion
- synonym:
- roast ,
- joint
4. Ένα κομμάτι κρέατος ψημένο ή για ψήσιμο και μέγεθος για τεμαχισμό σε περισσότερες από μία μερίδες
- συνώνυμο:
- ψητό ,
- κοινός
5. Junction by which parts or objects are joined together
- synonym:
- joint
5. Σύνδεση με την οποία τα μέρη ή τα αντικείμενα ενώνονται μεταξύ τους
- συνώνυμο:
- κοινός
6. Marijuana leaves rolled into a cigarette for smoking
- synonym:
- joint ,
- marijuana cigarette ,
- reefer ,
- stick ,
- spliff
6. Φύλλα μαριχουάνας τυλιγμένα σε ένα τσιγάρο για το κάπνισμα
- συνώνυμο:
- κοινός ,
- τσιγάρο μαριχουάνας ,
- επαναφέρων ,
- κολλώ ,
- πιτσιλίζω
verb
1. Fit as if by joints
- "The boards fit neatly"
- synonym:
- joint
1. Ταιριάζει σαν από τις αρθρώσεις
- "Οι πίνακες ταιριάζουν τακτοποιημένα"
- συνώνυμο:
- κοινός
2. Provide with a joint
- "The carpenter jointed two pieces of wood"
- synonym:
- joint ,
- articulate
2. Παρέχω μια άρθρωση
- "Ο ξυλουργός ένωσε δύο κομμάτια ξύλου"
- συνώνυμο:
- κοινός ,
- αρθρώ
3. Fasten with a joint
- synonym:
- joint
3. Στερεώστε με μια άρθρωση
- συνώνυμο:
- κοινός
4. Separate (meat) at the joint
- synonym:
- joint
4. Ξεχωριστό (-μεατ) στην άρθρωση
- συνώνυμο:
- κοινός
adjective
1. United or combined
- "A joint session of congress"
- "Joint owners"
- synonym:
- joint
1. Ενωμένοι ή συνδυασμένοι
- "Μια κοινή συνεδρίαση του κογκρέσου"
- "Κοινοί ιδιοκτήτες"
- συνώνυμο:
- κοινός
2. Affecting or involving two or more
- "Joint income-tax return"
- "Joint ownership"
- synonym:
- joint
2. Επηρεάζοντας ή εμπλέκοντας δύο ή περισσότερα
- "Κοινή επιστροφή φόρου εισοδήματος"
- "Κοινή ιδιοκτησία"
- συνώνυμο:
- κοινός
3. Involving both houses of a legislature
- "A joint session of congress"
- synonym:
- joint
3. Συμμετοχή και των δύο σπιτιών ενός νομοθετικού σώματος
- "Μια κοινή συνεδρίαση του κογκρέσου"
- συνώνυμο:
- κοινός