Translation meaning & definition of the word "jocular" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οφθαλμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jocular
[Φθονικόσ]/ʤɑkjələr/
adjective
1. Characterized by jokes and good humor
- synonym:
- jesting ,
- jocose ,
- jocular ,
- joking
1. Χαρακτηρίζεται από αστεία και καλό χιούμορ
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- ενοχλώ ,
- τσόφλι ,
- αστειεύεται
adverb
1. With humor
- "They tried to deal with this painful subject jocularly"
- synonym:
- jocosely ,
- jocular
1. Με χιούμορ
- "Προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν αυτό το οδυνηρό θέμα με ενθουσιασμό"
- συνώνυμο:
- ευλαβικά ,
- τσόφλι
Examples of using
Tom was in a very jocular mood after being given a raise by his boss.
Ο Τομ ήταν σε μια πολύ ζωηρή διάθεση αφού του δόθηκε αύξηση από το αφεντικό του.