Translation meaning & definition of the word "jockey" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σκουριά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jockey
[Τζόκερ]/ʤɑki/
noun
1. Someone employed to ride horses in horse races
- synonym:
- jockey
1. Κάποιος εργαζόταν για να οδηγήσει άλογα σε ιπποδρομίες
- συνώνυμο:
- τζόκερ
2. An operator of some vehicle or machine or apparatus
- "He's a truck jockey"
- "A computer jockey"
- "A disc jockey"
- synonym:
- jockey
2. Χειριστής κάποιου οχήματος ή μηχανής ή συσκευής
- "Είναι ένα φορτηγό τζόκεϋ"
- "Ένα τζόκεϋ υπολογιστή"
- "Ένα τζόκεϋ δίσκου"
- συνώνυμο:
- τζόκερ
verb
1. Defeat someone through trickery or deceit
- synonym:
- cheat ,
- chouse ,
- shaft ,
- screw ,
- chicane ,
- jockey
1. Νικήστε κάποιον μέσω της απάτης ή της εξαπάτησης
- συνώνυμο:
- εξαπατώ ,
- πολυβόλο ,
- άξονας ,
- βίδα ,
- σικάνιο ,
- τζόκερ
2. Compete (for an advantage or a position)
- synonym:
- jockey
2. Ανταγωνίζονται (για ένα πλεονέκτημα ή μια θέση)
- συνώνυμο:
- τζόκερ
3. Ride a racehorse as a professional jockey
- synonym:
- jockey
3. Οδηγήστε ένα αγωνιστικό άλογο ως επαγγελματίας τζόκεϊ
- συνώνυμο:
- τζόκερ