Translation meaning & definition of the word "jock" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jock
[Στραβολαίμιασμα]/ʤɑk/
noun
1. A person trained to compete in sports
- synonym:
- athlete ,
- jock
1. Ένα άτομο εκπαιδευμένο να ανταγωνίζεται στον αθλητισμό
- συνώνυμο:
- αθλητής ,
- τζόκ
2. A support for the genitals worn by men engaging in strenuous exercise
- synonym:
- athletic supporter ,
- supporter ,
- suspensor ,
- jockstrap ,
- jock
2. Μια υποστήριξη για τα γεννητικά όργανα που φοριούνται από τους άνδρες που εμπλέκονται σε έντονη άσκηση
- συνώνυμο:
- αθλητικός υποστηρικτής ,
- υποστηρικτής ,
- αναστολέασ ,
- τζόκστραπ ,
- τζόκ