Translation meaning & definition of the word "jobless" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "άτομο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jobless
[Άνεργος]/ʤɑbləs/
adjective
1. Not having a job
- "Idle carpenters"
- "Jobless transients"
- "Many people in the area were out of work"
- synonym:
- idle ,
- jobless ,
- out of work
1. Δεν έχει δουλειά
- "Ξυλουργοί"
- "Απεριόριστες μεταβάσεις"
- "Πολλοί άνθρωποι στην περιοχή ήταν άνεργοι"
- συνώνυμο:
- αδρανής ,
- άνεργος ,
- εκτός εργασίας