Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "job" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπιστοσύνη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Job

[Εργασία]
/ʤɑb/

noun

1. The principal activity in your life that you do to earn money

  • "He's not in my line of business"
    synonym:
  • occupation
  • ,
  • business
  • ,
  • job
  • ,
  • line of work
  • ,
  • line

1. Η κύρια δραστηριότητα στη ζωή σου που κάνεις για να κερδίσεις χρήματα

  • "Δεν είναι στη δουλειά μου"
    συνώνυμο:
  • κατοχή
  • ,
  • επιχείρηση
  • ,
  • εργασία
  • ,
  • γραμμή εργασίας
  • ,
  • γραμμή

2. A specific piece of work required to be done as a duty or for a specific fee

  • "Estimates of the city's loss on that job ranged as high as a million dollars"
  • "The job of repairing the engine took several hours"
  • "The endless task of classifying the samples"
  • "The farmer's morning chores"
    synonym:
  • job
  • ,
  • task
  • ,
  • chore

2. Ένα συγκεκριμένο έργο που απαιτείται να γίνει ως καθήκον ή με συγκεκριμένη αμοιβή

  • "Οι εκτιμήσεις για την απώλεια της πόλης σε αυτή τη δουλειά κυμαίνονταν τόσο υψηλές όσο ένα εκατομμύριο δολάρια"
  • "Η δουλειά της επισκευής του κινητήρα πήρε αρκετές ώρες"
  • "Το ατελείωτο έργο της ταξινόμησης των δειγμάτων"
  • "Το πρωί του αγρότη δουλεύει"
    συνώνυμο:
  • εργασία
  • ,
  • δουλειά

3. A workplace

  • As in the expression "on the job"
    synonym:
  • job

3. Ένας χώρος εργασίας

  • Όπως στην έκφραση "στη δουλειά"
    συνώνυμο:
  • εργασία

4. An object worked on

  • A result produced by working
  • "He held the job in his left hand and worked on it with his right"
    synonym:
  • job

4. Ένα αντικείμενο εργάστηκε σε

  • Ένα αποτέλεσμα που παράγεται από την εργασία
  • "Κρατούσε τη δουλειά στο αριστερό του χέρι και δούλευε πάνω της με το δεξί του"
    συνώνυμο:
  • εργασία

5. The responsibility to do something

  • "It is their job to print the truth"
    synonym:
  • job

5. Ευθύνη να κάνεις κάτι

  • "Είναι δουλειά τους να εκτυπώσουν την αλήθεια"
    συνώνυμο:
  • εργασία

6. The performance of a piece of work

  • "She did an outstanding job as ophelia"
  • "He gave it up as a bad job"
    synonym:
  • job

6. Η απόδοση ενός έργου

  • "Έκανε εξαιρετική δουλειά ως οφηλία"
  • "Τα παράτησε ως κακή δουλειά"
    συνώνυμο:
  • εργασία

7. A damaging piece of work

  • "Dry rot did the job of destroying the barn"
  • "The barber did a real job on my hair"
    synonym:
  • job

7. Ένα καταστροφικό έργο

  • "Η στεγνή σήψη έκανε τη δουλειά της καταστροφής του αχυρώνα"
  • "Ο κουρέας έκανε πραγματική δουλειά στα μαλλιά μου"
    συνώνυμο:
  • εργασία

8. A state of difficulty that needs to be resolved

  • "She and her husband are having problems"
  • "It is always a job to contact him"
  • "Urban problems such as traffic congestion and smog"
    synonym:
  • problem
  • ,
  • job

8. Μια κατάσταση δυσκολίας που πρέπει να επιλυθεί

  • "Αυτή και ο σύζυγός της έχουν προβλήματα"
  • "Είναι πάντα μια δουλειά να επικοινωνήσετε μαζί του"
  • "Αστικά προβλήματα όπως η κυκλοφοριακή συμφόρηση και το νέφος"
    συνώνυμο:
  • πρόβλημα
  • ,
  • εργασία

9. A jewish hero in the old testament who maintained his faith in god in spite of afflictions that tested him

    synonym:
  • Job

9. Ένας εβραίος ήρωας στην παλαιά διαθήκη που διατήρησε την πίστη του στον θεό παρά τις θλίψεις που τον δοκίμασαν

    συνώνυμο:
  • Εργασία

10. Any long-suffering person who withstands affliction without despairing

    synonym:
  • Job

10. Κάθε μακρόθυμος άνθρωπος που αντέχει τη θλίψη χωρίς να απελπίζεται

    συνώνυμο:
  • Εργασία

11. (computer science) a program application that may consist of several steps but is a single logical unit

    synonym:
  • job

11. (επιστήμη υπολογιστών) μια εφαρμογή προγράμματος που μπορεί να αποτελείται από διάφορα βήματα, αλλά είναι μια ενιαία λογική μονάδα

    συνώνυμο:
  • εργασία

12. A book in the old testament containing job's pleas to god about his afflictions and god's reply

    synonym:
  • Job
  • ,
  • Book of Job

12. Ένα βιβλίο στην παλαιά διαθήκη που περιέχει τις εκκλήσεις του ιώβ στον θεό για τις θλίψεις του και την απάντηση του θεού

    συνώνυμο:
  • Εργασία
  • ,
  • Βιβλίο Εργασίας

13. A crime (especially a robbery)

  • "The gang pulled off a bank job in st. louis"
    synonym:
  • caper
  • ,
  • job

13. Ένα έγκλημα (ειδικά μια ληστεία)

  • "Η συμμορία έβγαλε μια τραπεζική δουλειά στην σεντ. λουδοβίκος"
    συνώνυμο:
  • κάπαρη
  • ,
  • εργασία

verb

1. Profit privately from public office and official business

    synonym:
  • job

1. Κέρδος ιδιωτικά από το δημόσιο γραφείο και τις επίσημες επιχειρήσεις

    συνώνυμο:
  • εργασία

2. Arranged for contracted work to be done by others

    synonym:
  • subcontract
  • ,
  • farm out
  • ,
  • job

2. Κανονισμένος για τη συμβατική εργασία που πρέπει να γίνει από άλλους

    συνώνυμο:
  • υπεργολαβία
  • ,
  • αγρόκτημα
  • ,
  • εργασία

3. Work occasionally

  • "As a student i jobbed during the semester breaks"
    synonym:
  • job

3. Εργασία περιστασιακά

  • "Ως φοιτητής εργάζομαι κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων του εξαμήνου"
    συνώνυμο:
  • εργασία

4. Invest at a risk

  • "I bought this house not because i want to live in it but to sell it later at a good price, so i am speculating"
    synonym:
  • speculate
  • ,
  • job

4. Επενδύστε με κίνδυνο

  • "Αγόρασα αυτό το σπίτι όχι επειδή θέλω να ζήσω σε αυτό, αλλά να το πουλήσω αργότερα σε καλή τιμή, έτσι σκέφτομαι"
    συνώνυμο:
  • εικασία
  • ,
  • εργασία

Examples of using

I think there's a job opening up at our company, if you're interested.
Νομίζω ότι υπάρχει μια δουλειά που ανοίγει στην εταιρεία μας, αν σας ενδιαφέρει.
If you know Spanish well, you'll have no problems with looking for a job. But some with finding one.
Αν γνωρίζετε καλά ισπανικά, δεν θα έχετε πρόβλημα με την αναζήτηση εργασίας. Κάποιοι όμως με την εύρεση ενός.
If you say that to Tom, you'll run the risk of losing your job.
Αν το πείτε αυτό στον Τομ, θα διατρέξετε τον κίνδυνο να χάσετε τη δουλειά σας.