Translation meaning & definition of the word "jittery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τζίτερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jittery
[Καμπούρησ]/ʤɪtəri/
adjective
1. Characterized by jerky movements
- "A jittery ride"
- synonym:
- jittery
1. Χαρακτηρίζεται από τρανταχτές κινήσεις
- "Μια βόλτα με εκτροπή"
- συνώνυμο:
- εκτροπή
2. Being in a tense state
- synonym:
- edgy ,
- high-strung ,
- highly strung ,
- jittery ,
- jumpy ,
- nervy ,
- overstrung ,
- restive ,
- uptight
2. Είναι σε τεταμένη κατάσταση
- συνώνυμο:
- εκκεντρικόσ ,
- υψηλή τάση ,
- πολύ αποτυχημένος ,
- εκτροπή ,
- πηδαλιώδησ ,
- νευρικός ,
- υπερβολικά ,
- επαναπαυτικόσ ,
- αναβολή