Translation meaning & definition of the word "jingle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενιαίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jingle
[Στριφογυρίζω]/ʤɪŋgəl/
noun
1. A metallic sound
- "The jingle of coins"
- "The jangle of spurs"
- synonym:
- jingle ,
- jangle
1. Ένας μεταλλικός ήχος
- "Το νόμισμα των νομισμάτων"
- "Το τζογκμωδία των σπερς"
- συνώνυμο:
- τραβώ ,
- τζνκ
2. A comic verse of irregular measure
- "He had heard some silly doggerel that kept running through his mind"
- synonym:
- doggerel ,
- doggerel verse ,
- jingle
2. Ένας κωμικός στίχος ακανόνιστου μέτρου
- "Είχε ακούσει κάποιον ανόητο σκύλο που συνέχισε να τρέχει μέσα από το μυαλό του"
- συνώνυμο:
- αναβάτησ ,
- στίχος του σκύλου ,
- τραβώ
verb
1. Make a sound typical of metallic objects
- "The keys were jingling in his pocket"
- synonym:
- jingle ,
- jingle-jangle ,
- jangle
1. Κάντε έναν ήχο χαρακτηριστικό των μεταλλικών αντικειμένων
- "Τα κλειδιά έτρεμαν στην τσέπη του"
- συνώνυμο:
- τραβώ ,
- τζίνγκλ ,
- τζνκ
Examples of using
Give me a jingle when you have a chance.
Δώσε μου ένα τσίμπημα όταν έχεις μια ευκαιρία.