Translation meaning & definition of the word "jimmy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τζίμι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jimmy
[Τζίμι]/ʤɪmi/
noun
1. A short crowbar
- "In britain they call a jimmy and jemmy"
- synonym:
- jimmy ,
- jemmy
1. Ένας κοντός λοστός
- "Στη βρετανία αποκαλούν έναν τζίμι και έναν εκνευρισμό"
- συνώνυμο:
- τζίμι ,
- τζέμυ
verb
1. To move or force, especially in an effort to get something open
- "The burglar jimmied the lock": "raccoons managed to pry the lid off the garbage pail"
- synonym:
- pry ,
- prise ,
- prize ,
- lever ,
- jimmy
1. Να κινηθεί ή να αναγκάσει, ειδικά σε μια προσπάθεια να πάρει κάτι ανοιχτό
- "Ο διαρρήκτης τράβηξε την κλειδαριά": "οι κακόνοι κατάφεραν να βγάλουν το καπάκι από το σκουπιδοτενεκέ"
- συνώνυμο:
- πρίντι ,
- ευλογημένοσ ,
- βραβείο ,
- μοχλός ,
- τζίμι