Translation meaning & definition of the word "jiggle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μετάφραση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jiggle
[Συναναστρέφομαι]/ʤɪgəl/
noun
1. A slight irregular shaking motion
- synonym:
- joggle ,
- jiggle
1. Μια ελαφρά ακανόνιστη κίνηση ανακίνησης
- συνώνυμο:
- τραβώ
verb
1. Move to and fro
- "Don't jiggle your finger while the nurse is putting on the bandage!"
- synonym:
- jiggle ,
- joggle ,
- wiggle
1. Μετακινηθείτε προς και από
- "Μην κουνάτε το δάχτυλό σας ενώ η νοσοκόμα βάζει τον επίδεσμο!"
- συνώνυμο:
- τραβώ ,
- περιπλανώμαι