Translation meaning & definition of the word "jiffy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "δυστυχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jiffy
[Στενοχωρημένοσ]/ʤɪfi/
noun
1. A very short time (as the time it takes the eye to blink or the heart to beat)
- "If i had the chance i'd do it in a flash"
- synonym:
- blink of an eye ,
- flash ,
- heartbeat ,
- instant ,
- jiffy ,
- split second ,
- trice ,
- twinkling ,
- wink ,
- New York minute
1. Ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (ας το χρόνο που χρειάζεται το μάτι για να αναβοσβήνει ή η καρδιά για να νικήσει)
- "Αν είχα την ευκαιρία θα το έκανα σε μια λάμψη"
- συνώνυμο:
- ανοιγοκλείνω το μάτι ,
- φλας ,
- καρδιακός παλμός ,
- άμεση ,
- ανόητοσ ,
- διαχωριστικός ,
- τρίκυκλο ,
- λαμπυρίζω ,
- περιπλέκω ,
- Λεπτό της Νέας Υόρκης
Examples of using
He fixed the problem in a jiffy.
Έδινε το πρόβλημα σε ένα τζιφ.
He fixed the problem in a jiffy.
Έδινε το πρόβλημα σε ένα τζιφ.