Translation meaning & definition of the word "jibe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τζιμπέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jibe
[Μπαλωμένοσ]/ʤaɪb/
noun
1. An aggressive remark directed at a person like a missile and intended to have a telling effect
- "His parting shot was `drop dead'"
- "She threw shafts of sarcasm"
- "She takes a dig at me every chance she gets"
- synonym:
- shot ,
- shaft ,
- slam ,
- dig ,
- barb ,
- jibe ,
- gibe
1. Μια επιθετική παρατήρηση που απευθύνεται σε ένα άτομο σαν πύραυλος και προορίζεται να έχει ένα ευνοϊκό αποτέλεσμα
- "Ο χωρισμός του πυροβολισμού του ήταν `σκυφτείτε νεκρός'"
- "Έδωσε άξονες σαρκασμού"
- "Παίρνει μια ανασκαφή σε μένα κάθε ευκαιρία που παίρνει"
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός ,
- άξονας ,
- πλατύ ,
- σκάβω ,
- μπαρμπ ,
- τζιμπέ ,
- τσίμπημα
verb
1. Be compatible, similar or consistent
- Coincide in their characteristics
- "The two stories don't agree in many details"
- "The handwriting checks with the signature on the check"
- "The suspect's fingerprints don't match those on the gun"
- synonym:
- match ,
- fit ,
- correspond ,
- check ,
- jibe ,
- gibe ,
- tally ,
- agree
1. Να είστε συμβατοί, παρόμοιοι ή συνεπείς
- Συμπίπτουν στα χαρακτηριστικά τους
- "Οι δύο ιστορίες δεν συμφωνούν σε πολλές λεπτομέρειες"
- "Η γραφή ελέγχει με την υπογραφή στον έλεγχο"
- "Τα δακτυλικά αποτυπώματα του υπόπτου δεν ταιριάζουν με εκείνα που βρίσκονται στο όπλο"
- συνώνυμο:
- αγώνασ ,
- ταιριάζω ,
- αντιστοιχώ ,
- ελέγχω ,
- τζιμπέ ,
- τσίμπημα ,
- τακτοποιημένα ,
- συμφωνώ
2. Shift from one side of the ship to the other
- "The sail jibbed wildly"
- synonym:
- jibe ,
- gybe ,
- jib ,
- change course
2. Μετάβαση από τη μία πλευρά του πλοίου στην άλλη
- "Το πανί τραβήχτηκε άγρια"
- συνώνυμο:
- τζιμπέ ,
- γυμναστήριο ,
- τζιπ ,
- αλλαγή πορείας