Translation meaning & definition of the word "jeweler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοσμήτρια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jeweler
[Κοσμηματοπώλησ]/ʤuələr/
noun
1. Someone who makes jewelry
- synonym:
- jewelry maker ,
- jeweler ,
- jeweller
1. Κάποιος που φτιάχνει κοσμήματα
- συνώνυμο:
- κοσμηματοπωλείο ,
- κοσμηματοπώλησ
2. Someone in the business of selling jewelry
- synonym:
- jeweler ,
- jeweller
2. Κάποιος στην επιχείρηση της πώλησης κοσμημάτων
- συνώνυμο:
- κοσμηματοπώλησ ,
- κοσμηματοπωλείο
Examples of using
The jeweler mounted a big pearl in the brooch.
Ο κοσμηματοπώλης τοποθέτησε ένα μεγάλο μαργαριτάρι στην καρφίτσα.