Translation meaning & definition of the word "jester" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελεύθερος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jester
[Τζεστέρ]/ʤɛstər/
noun
1. A professional clown employed to entertain a king or nobleman in the middle ages
- synonym:
- jester ,
- fool ,
- motley fool
1. Ένας επαγγελματίας κλόουν χρησιμοποιείται για να διασκεδάσει έναν βασιλιά ή έναν ευγενή στο μεσαίωνα
- συνώνυμο:
- επιτήδειος ,
- ανόητος ,
- μότλεϊ βόλε