Translation meaning & definition of the word "jenny" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τζένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jenny
[Τζένη]/ʤɛni/
noun
1. United states architect who designed the first skyscraper in which a metal skeleton was used (1832-1907)
- synonym:
- Jenny ,
- William Le Baron Jenny
1. Αρχιτέκτονας των ηνωμένων πολιτειών που σχεδίασε τον πρώτο ουρανοξύστη στον οποίο χρησιμοποιήθηκε μεταλλικός σκελετός (1832-1907)
- συνώνυμο:
- Τζένη ,
- Γουίλιαμ Λε Μπάρον Τζένι
2. Female donkey
- synonym:
- jennet ,
- jenny ,
- jenny ass
2. Γυναικείο γαϊδουράκι
- συνώνυμο:
- τζένετ ,
- τζένι ,
- τζένι κώλο