Translation meaning & definition of the word "jellyfish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γλυκά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jellyfish
[Ζελατίνα]/ʤɛlifɪʃ/
noun
1. Large siphonophore having a bladderlike float and stinging tentacles
- synonym:
- Portuguese man-of-war ,
- man-of-war ,
- jellyfish
1. Μεγάλο σιφονοφόρο που έχει ένα ουροδόχο κύστη που μοιάζει με πλωτήρα και τσίμπημα πλοκάμια
- συνώνυμο:
- Πορτογάλος πολεμικός ,
- άνθρωπος του πολέμου ,
- μέδουσα
2. Any of numerous usually marine and free-swimming coelenterates that constitute the sexually reproductive forms of hydrozoans and scyphozoans
- synonym:
- jellyfish
2. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα θαλάσσια και ελεύθερα κολυμπώματα που αποτελούν τις σεξουαλικά αναπαραγωγικές μορφές υδρόζωωων και σκυφοζωών
- συνώνυμο:
- μέδουσα