Translation meaning & definition of the word "jelly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζελέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jelly
[Ζελέ]/ʤɛli/
noun
1. An edible jelly (sweet or pungent) made with gelatin and used as a dessert or salad base or a coating for foods
- synonym:
- gelatin ,
- jelly
1. Ένα βρώσιμο ζελέ ( γλυκόπικρη ή πικάντικη) που παρασκευάζεται με ζελατίνη και χρησιμοποιείται ως βάση επιδόρπιο ή σαλάτας ή επικάλυψη
- συνώνυμο:
- ζελατίνη ,
- ζελέ
2. A preserve made of the jelled juice of fruit
- synonym:
- jelly
2. Ένα διατηρητέο από τον πηκτωμένο χυμό φρούτων
- συνώνυμο:
- ζελέ
3. Any substance having the consistency of jelly or gelatin
- synonym:
- jelly
3. Οποιαδήποτε ουσία έχει τη συνοχή ζελέ ή ζελατίνης
- συνώνυμο:
- ζελέ
verb
1. Make into jelly
- "Jellify a liquid"
- synonym:
- jellify ,
- jelly
1. Κάνω ζελέ
- "Καλλιεργήστε ένα υγρό"
- συνώνυμο:
- ζελατινοποιώ ,
- ζελέ
Examples of using
Peanut butter and jelly, please.
Φυστικοβούτυρο και ζελέ, παρακαλώ.