Translation meaning & definition of the word "jealous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζηλωτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jealous
[Ζήλευε]/ʤɛləs/
adjective
1. Showing extreme cupidity
- Painfully desirous of another's advantages
- "He was never covetous before he met her"
- "Jealous of his success and covetous of his possessions"
- "Envious of their art collection"
- synonym:
- covetous ,
- envious ,
- jealous
1. Εμφάνιση ακραίας νερότητας
- Οδυνηρά επιθυμητά από τα πλεονεκτήματα κάποιου άλλου
- "Ποτέ δεν ήταν πολύ ευχάριστος πριν τη συναντήσει"
- "Ζηλεύει την επιτυχία του και είναι πολυτελής για τα υπάρχοντά του"
- "Ζηλεύουν τη συλλογή τέχνης"
- συνώνυμο:
- πολυτελήσ ,
- ζηλιάρησ ,
- ζηλιάρης
2. Suspicious or unduly suspicious or fearful of being displaced by a rival
- "A jealous lover"
- synonym:
- jealous ,
- green-eyed ,
- overjealous
2. Ύποπτος ή αδικαιολόγητα ύποπτος ή φοβισμένος να εκτοπιστεί από έναν αντίπαλο
- "Ένας ζηλιάρης εραστής"
- συνώνυμο:
- ζηλιάρης ,
- πράσινα μάτια ,
- υπερβολικός
Examples of using
He is jealous.
Ζηλεύει.
I'm not jealous of your life at all.
Δεν ζηλεύω καθόλου τη ζωή σου.
I'd say Tom is jealous.
Θα έλεγα ότι ο Τομ ζηλεύει.