Translation meaning & definition of the word "jay" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τζέι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jay
[Τζέι]/ʤe/
noun
1. United states diplomat and jurist who negotiated peace treaties with britain and served as the first chief justice of the united states supreme court (1745-1829)
- synonym:
- Jay ,
- John Jay
1. Αμερικανός διπλωμάτης και νομικός που διαπραγματεύτηκε συνθήκες ειρήνης με τη βρετανία και υπηρέτησε ως η πρώτη κύρια δικαιοσύνη του ανώτα
- συνώνυμο:
- Τζέι ,
- Τζον Τζέι
2. Crested largely blue bird
- synonym:
- jay
2. Κορυφώθηκε σε μεγάλο βαθμό μπλε πουλί
- συνώνυμο:
- τζέι