Translation meaning & definition of the word "jaw" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαγόνι" στην ελληνική γλώσσα
Jaw
[Στόμα]noun
1. The part of the skull of a vertebrate that frames the mouth and holds the teeth
- synonym:
- jaw
1. Το τμήμα του κρανίου ενός σπονδυλωτού που πλαισιώνει το στόμα και κρατά τα δόντια
- συνώνυμο:
- σαγόνι
2. The bones of the skull that frame the mouth and serve to open it
- The bones that hold the teeth
- synonym:
- jaw
2. Τα οστά του κρανίου που πλαισιώνουν το στόμα και χρησιμεύουν για να το ανοίξουν
- Τα οστά που κρατούν τα δόντια
- συνώνυμο:
- σαγόνι
3. Holding device consisting of one or both of the opposing parts of a tool that close to hold an object
- synonym:
- jaw
3. Συσκευή εκμετάλλευσης που αποτελείται από ένα ή και τα δύο αντίθετα μέρη ενός εργαλείου που κοντά σε ένα αντικείμενο
- συνώνυμο:
- σαγόνι
verb
1. Talk socially without exchanging too much information
- "The men were sitting in the cafe and shooting the breeze"
- synonym:
- chew the fat ,
- shoot the breeze ,
- chat ,
- confabulate ,
- confab ,
- chitchat ,
- chit-chat ,
- chatter ,
- chaffer ,
- natter ,
- gossip ,
- jaw ,
- claver ,
- visit
1. Μιλήστε κοινωνικά χωρίς να ανταλλάξετε πολλές πληροφορίες
- "Οι άνδρες κάθονταν στο καφέ και πυροβολούσαν το αεράκι"
- συνώνυμο:
- μασήστε το λίπος ,
- πυροβολήστε το αεράκι ,
- συνομιλία ,
- εμπιστεύομαι ,
- προκαλώ ,
- τσιτσιτσιτάτο ,
- παιχνίδι ,
- παλαβόσ ,
- τσαλαπατέρασ ,
- φάτνερ ,
- κουτσομπολιό ,
- σαγόνι ,
- χλόη ,
- επίσκεψη
2. Talk incessantly and tiresomely
- synonym:
- yack ,
- jaw ,
- yack away ,
- rattle on ,
- yap away
2. Μιλάτε αδιάκοπα και κουραστικά
- συνώνυμο:
- υακ ,
- σαγόνι ,
- απομακρύνομαι ,
- κουδουνίζω
3. Chew (food)
- To bite and grind with the teeth
- "He jawed his bubble gum"
- "Chew your food and don't swallow it!"
- "The cows were masticating the grass"
- synonym:
- chew ,
- masticate ,
- manducate ,
- jaw
3. Μασήστε (-τροφ)
- Για να δαγκώσει και να αλέσει με τα δόντια
- "Σαγόνιασε τσίχλα του"
- "Βάλτε το φαγητό σας και μην το καταπιείτε!"
- "Οι αγελάδες μάσησαν το γρασίδι"
- συνώνυμο:
- μασάω ,
- μασητικό ,
- μαντουκάτο ,
- σαγόνι
4. Censure severely or angrily
- "The mother scolded the child for entering a stranger's car"
- "The deputy ragged the prime minister"
- "The customer dressed down the waiter for bringing cold soup"
- synonym:
- call on the carpet ,
- take to task ,
- rebuke ,
- rag ,
- trounce ,
- reproof ,
- lecture ,
- reprimand ,
- jaw ,
- dress down ,
- call down ,
- scold ,
- chide ,
- berate ,
- bawl out ,
- remonstrate ,
- chew out ,
- chew up ,
- have words ,
- lambaste ,
- lambast
4. Να λογοκρίνετε σοβαρά ή θυμωμένα
- "Η μητέρα επέπληξε το παιδί για την είσοδο στο αυτοκίνητο ενός ξένου"
- "Ο αντιπρόεδρος τάραξε τον πρωθυπουργό"
- "Ο πελάτης ντύθηκε κάτω από το σερβιτόρο για να φέρει κρύα σούπα"
- συνώνυμο:
- καλέστε το χαλί ,
- παίρνω την εργασία ,
- επιπλήξει ,
- πανουργία ,
- προβληματίζω ,
- επαναπροβολή ,
- διάλεξη ,
- επίπληξη ,
- σαγόνι ,
- φοράω ,
- καλώ ,
- επιπλήττω ,
- αλυσοδέτησ ,
- αποτεφρώ ,
- αποφεύγω ,
- επαναστατώ ,
- μασάω ,
- έχω λέξεις ,
- αρνίσιο ,
- λαμπάστ