Translation meaning & definition of the word "jaunty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ιερός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jaunty
[Στενοχωρημένοσ]/ʤɔnti/
adjective
1. Marked by up-to-dateness in dress and manners
- "A dapper young man"
- "A jaunty red hat"
- synonym:
- dapper ,
- dashing ,
- jaunty ,
- natty ,
- raffish ,
- rakish ,
- spiffy ,
- snappy ,
- spruce
1. Χαρακτηρίζεται από την επικαιρότητα στο φόρεμα και τους τρόπους
- "Ένας νεαρός άνδρας"
- "Ένα αποτρόπαιο κόκκινο καπέλο"
- συνώνυμο:
- παίζων ,
- πτώση ,
- τρομακτικός ,
- νάτι ,
- παραπονεμένοσ ,
- τραχικόσ ,
- ασταθήσ ,
- αναπηδήσ ,
- ερυθρελάτη
2. Having a cheerful, lively, and self-confident air
- "Looking chipper, like a man...diverted by his own wit"- frances g. patton
- "Life that is gay, brisk, and debonair"- h.m.reynolds
- "Walked with a jaunty step"
- "A jaunty optimist"
- synonym:
- chipper ,
- debonair ,
- debonaire ,
- jaunty
2. Έχοντας ένα χαρούμενο, ζωντανό και αυτοπεποίθηση αέρα
- "Φαίνεται πελεκητής, σαν άνθρωπος.παραδομένος από το δικό του πνεύμα" - φράνσις γκ. πάττον.
- "Η ζωή που είναι ομοφυλόφιλη, ζωηρή και ντεμπόναιρ"-χ.μ.ρεϊνόλντς
- "Περπατώντας με ένα τρομακτικό βήμα"
- "Ένας αισιόδοξος αισιόδοξος"
- συνώνυμο:
- πελέκι ,
- ντεμπονάιρ ,
- ντεμποναίρ ,
- τρομακτικός