Translation meaning & definition of the word "jargon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χάργον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jargon
[Τζάργκον]/ʤɑrgən/
noun
1. A characteristic language of a particular group (as among thieves)
- "They don't speak our lingo"
- synonym:
- slang ,
- cant ,
- jargon ,
- lingo ,
- argot ,
- patois ,
- vernacular
1. Μια χαρακτηριστική γλώσσα μιας συγκεκριμένης ομάδας (ας μεταξύ των κλεφτών)
- "Δεν μιλάνε το γλείψιμο μας"
- συνώνυμο:
- αργκό ,
- δεν μπορώ ,
- τσεκουράκι ,
- λίνγκο ,
- αργοτόμοσ ,
- πατουά ,
- νυκτερινόσ
2. A colorless (or pale yellow or smoky) variety of zircon
- synonym:
- jargoon ,
- jargon
2. Μια άχρωμη ( ανοιχτό κίτρινο ή καπνιστό) ποικιλία από ζιργκόν
- συνώνυμο:
- τσουνάμι ,
- τσεκουράκι
3. Specialized technical terminology characteristic of a particular subject
- synonym:
- jargon
3. Εξειδικευμένη τεχνική ορολογία χαρακτηριστικό ενός συγκεκριμένου θέματος
- συνώνυμο:
- τσεκουράκι