Translation meaning & definition of the word "japan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιαπωνία" στην ελληνική γλώσσα
Japan
[Ιαπωνία]noun
1. A string of more than 3,000 islands to the east of asia extending 1,300 miles between the sea of japan and the western pacific ocean
- synonym:
- Japan ,
- Japanese Islands ,
- Japanese Archipelago
1. Μια σειρά από περισσότερα από 3.000 νησιά στα ανατολικά της ασίας εκτείνεται 1.300 μίλια μεταξύ της θάλασσας της ιαπωνίας
- συνώνυμο:
- Ιαπωνία ,
- Ιαπωνικά νησιά ,
- Ιαπωνικό αρχιπέλαγος
2. A constitutional monarchy occupying the japanese archipelago
- A world leader in electronics and automobile manufacture and ship building
- synonym:
- Japan ,
- Nippon ,
- Nihon
2. Συνταγματική μοναρχία που καταλαμβάνει το ιαπωνικό αρχιπέλαγος
- Ένας παγκόσμιος ηγέτης στην κατασκευή ηλεκτρονικών και αυτοκινήτων και την κατασκευή πλοίων
- συνώνυμο:
- Ιαπωνία ,
- Νίπον ,
- Νιχόν
3. Lacquerware decorated and varnished in the japanese manner with a glossy durable black lacquer
- synonym:
- japan
3. Λάκα διακοσμημένο και βερνικωμένο με τον ιαπωνικό τρόπο με μια γυαλιστερή ανθεκτική μαύρη λάκα
- συνώνυμο:
- ιαπωνία
4. Lacquer with a durable glossy black finish, originally from the orient
- synonym:
- japan
4. Λάκα με ανθεκτικό γυαλιστερό μαύρο φινίρισμα, αρχικά από τον προσανατολισμό
- συνώνυμο:
- ιαπωνία
verb
1. Coat with a lacquer, as done in japan
- synonym:
- japan
1. Παλτό με λάκα, όπως γίνεται στην ιαπωνία
- συνώνυμο:
- ιαπωνία