Translation meaning & definition of the word "janitor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιστάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Janitor
[Επιστάτησ]/ʤænətər/
noun
1. Someone employed to clean and maintain a building
- synonym:
- janitor
1. Κάποιος εργαζόταν για να καθαρίσει και να διατηρήσει ένα κτίριο
- συνώνυμο:
- επιστάτησ
Examples of using
Tom was disguised as a janitor.
Ο Τομ ήταν μεταμφιεσμένος ως επιστάτης.