Translation meaning & definition of the word "jammer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τζαμέρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jammer
[Τζάμερ]/ʤæmər/
noun
1. A transmitter used to broadcast electronic jamming
- synonym:
- jammer
1. Ένας πομπός που χρησιμοποιείται για να μεταδώσει το ηλεκτρονικό μπλοκάρισμα
- συνώνυμο:
- τζαμπέρ