Translation meaning & definition of the word "jam" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τζαμ" στην ελληνική γλώσσα
Jam
[Τζαμ]noun
1. Preserve of crushed fruit
- synonym:
- jam
1. Διατήρηση των θρυμματισμένων φρούτων
- συνώνυμο:
- μαρμελάδα
2. Informal terms for a difficult situation
- "He got into a terrible fix"
- "He made a muddle of his marriage"
- synonym:
- fix ,
- hole ,
- jam ,
- mess ,
- muddle ,
- pickle ,
- kettle of fish
2. Ανεπίσημοι όροι για μια δύσκολη κατάσταση
- "Μπήκε σε μια τρομερή λύση"
- "Έφτιαξε μια λάσπη του γάμου του"
- συνώνυμο:
- διορθώνω ,
- τρύπα ,
- μαρμελάδα ,
- χάος ,
- λασπώνω ,
- τουρσί ,
- βραστήρας ψαριών
3. A dense crowd of people
- synonym:
- crush ,
- jam ,
- press
3. Ένα πυκνό πλήθος ανθρώπων
- συνώνυμο:
- συντρίβω ,
- μαρμελάδα ,
- πατήστε
4. Deliberate radiation or reflection of electromagnetic energy for the purpose of disrupting enemy use of electronic devices or systems
- synonym:
- jamming ,
- electronic jamming ,
- jam
4. Σκόπιμη ακτινοβολία ή αντανάκλαση ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας με σκοπό τη διακοπή της χρήσης ηλεκτρονικών συσκευών ή συστημάτων
- συνώνυμο:
- μπλοκάρισμα ,
- ηλεκτρονικό μπλοκάρισμα ,
- μαρμελάδα
verb
1. Press tightly together or cram
- "The crowd packed the auditorium"
- synonym:
- throng ,
- mob ,
- pack ,
- pile ,
- jam
1. Πιέστε σφιχτά μαζί ή κράμπες
- "Το πλήθος συσκεύασε το αμφιθέατρο"
- συνώνυμο:
- τραγούδι ,
- όχλοσ ,
- πακέτο ,
- σωρός ,
- μαρμελάδα
2. Push down forcibly
- "The driver jammed the brake pedal to the floor"
- synonym:
- jam
2. Πιέστε προς τα κάτω βίαια
- "Ο οδηγός μπλόκαρε το πεντάλ του φρένου στο πάτωμα"
- συνώνυμο:
- μαρμελάδα
3. Crush or bruise
- "Jam a toe"
- synonym:
- jam ,
- crush
3. Συντριβή ή μώλωπες
- "Τζαμ ένα δάχτυλο"
- συνώνυμο:
- μαρμελάδα ,
- συντρίβω
4. Interfere with or prevent the reception of signals
- "Jam the voice of america"
- "Block the signals emitted by this station"
- synonym:
- jam ,
- block
4. Παρεμβαίνει ή αποτρέπει τη λήψη σημάτων
- "Τζαμ η φωνή της αμερικής"
- "Αποκλείστε τα σήματα που εκπέμπονται από αυτόν τον σταθμό"
- συνώνυμο:
- μαρμελάδα ,
- μπλοκ
5. Get stuck and immobilized
- "The mechanism jammed"
- synonym:
- jam
5. Κολλήστε και ακινητοποιηθείτε
- "Ο μηχανισμός μπλοκαρισμένος"
- συνώνυμο:
- μαρμελάδα
6. Crowd or pack to capacity
- "The theater was jampacked"
- synonym:
- jam ,
- jampack ,
- ram ,
- chock up ,
- cram ,
- wad
6. Πλήθος ή πακέτο για την ικανότητα
- "Το θέατρο είχε αποσυρθεί"
- συνώνυμο:
- μαρμελάδα ,
- τζαμπάκ ,
- κριός ,
- τσαλακώνω ,
- κράμπα ,
- βατ
7. Block passage through
- "Obstruct the path"
- synonym:
- obstruct ,
- obturate ,
- impede ,
- occlude ,
- jam ,
- block ,
- close up
7. Μπλοκ πέρασμα μέσω
- "Ανοίξτε το μονοπάτι"
- συνώνυμο:
- εμποδίζω ,
- ακουστικός ,
- αποφράξει ,
- μαρμελάδα ,
- μπλοκ ,
- κλείνω