Translation meaning & definition of the word "jailer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ταξιδιώτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jailer
[Φυλακισμένοσ]/ʤelər/
noun
1. Someone who guards prisoners
- synonym:
- prison guard ,
- jailer ,
- jailor ,
- gaoler ,
- screw ,
- turnkey
1. Κάποιος που φυλάει τους κρατούμενους
- συνώνυμο:
- φύλακας ,
- φυλακισμένοσ ,
- γκαουλέρ ,
- βίδα ,
- γεράκι
Examples of using
Conformity is the jailer of freedom and the enemy of growth.
Η συμμόρφωση είναι ο δεσμοφύλακας της ελευθερίας και ο εχθρός της ανάπτυξης.