Translation meaning & definition of the word "jagged" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μαστίγωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jagged
[Φλυαρώ]/ʤægd/
adjective
1. Having a sharply uneven surface or outline
- "The jagged outline of the crags"
- "Scraggy cliffs"
- synonym:
- jagged ,
- jaggy ,
- scraggy
1. Έχοντας μια απότομα ανώμαλη επιφάνεια ή περίγραμμα
- "Το φανταστικό περίγραμμα των βραχνών"
- "Βράχια τραγανά"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- τζάγκκι ,
- απατεώνασ
2. Having an irregularly notched or toothed margin as though gnawed
- synonym:
- erose ,
- jagged ,
- jaggy ,
- notched ,
- toothed
2. Έχοντας ένα ακανόνιστα σημειωμένο ή οδοντωτό περιθώριο σαν να πετούσε
- συνώνυμο:
- ερωτώ ,
- περιπλανώμαι ,
- τζάγκκι ,
- εγκοπή ,
- περιποιημένο
Examples of using
Truth uncompromisingly told will always have its jagged edges.
Η αλήθεια που λέγεται ασυμβίβαστα θα έχει πάντα τις κουρασμένες άκρες της.