Translation meaning & definition of the word "jackass" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τζακ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Jackass
[Σφαγείο]/ʤækæs/
noun
1. A man who is a stupid incompetent fool
- synonym:
- fathead ,
- goof ,
- goofball ,
- bozo ,
- jackass ,
- goose ,
- cuckoo ,
- twat ,
- zany
1. Ένας άνθρωπος που είναι ένας ηλίθιος ανίκανος ηλίθιος
- συνώνυμο:
- χονδροκέφαλοσ ,
- αποτυχία ,
- γκόφμπολ ,
- μπόζο ,
- τζακ ,
- χήνα ,
- κούκου ,
- τουίτ ,
- ζαν
2. Male donkey
- synonym:
- jack ,
- jackass
2. Αρσενικό γαϊδουράκι
- συνώνυμο:
- τζακ