Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "jab" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τζαμπ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Jab

[Τζαμπ]
/ʤæb/

noun

1. A sharp hand gesture (resembling a blow)

  • "He warned me with a jab with his finger"
  • "He made a thrusting motion with his fist"
    synonym:
  • jab
  • ,
  • jabbing
  • ,
  • poke
  • ,
  • poking
  • ,
  • thrust
  • ,
  • thrusting

1. Μια απότομη χειρονομία χειρός (συναρμολόγηση ενός χτυπήματος)

  • "Με προειδοποίησε με ένα τσίμπημα με το δάχτυλό του"
  • "Έβαλε μια αναστατωμένη κίνηση με τη γροθιά του"
    συνώνυμο:
  • τζαμπ
  • ,
  • τραβώ
  • ,
  • πουκ
  • ,
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • ώθηση

2. A quick short straight punch

    synonym:
  • jab

2. Μια γρήγορη σύντομη ευθεία γροθιά

    συνώνυμο:
  • τζαμπ

3. The act of touching someone suddenly with your finger or elbow

  • "She gave me a sharp dig in the ribs"
    synonym:
  • dig
  • ,
  • jab

3. Η πράξη του να αγγίζεις κάποιον ξαφνικά με το δάχτυλο ή τον αγκώνα σου

  • "Μου έδωσε ένα κοφτερό σκάψιμο στα πλευρά"
    συνώνυμο:
  • σκάβω
  • ,
  • τζαμπ

verb

1. Poke or thrust abruptly

  • "He jabbed his finger into her ribs"
    synonym:
  • jab
  • ,
  • prod
  • ,
  • stab
  • ,
  • poke
  • ,
  • dig

1. Απότομα ή ωθήσει

  • "Τράβηξε το δάχτυλό του στα πλευρά της"
    συνώνυμο:
  • τζαμπ
  • ,
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • μαχαιρώ
  • ,
  • πουκ
  • ,
  • σκάβω

2. Strike or punch with quick and short blows

    synonym:
  • jab

2. Χτύπημα ή γροθιά με γρήγορα και σύντομα χτυπήματα

    συνώνυμο:
  • τζαμπ

3. Stab or pierce

  • "He jabbed the piece of meat with his pocket knife"
    synonym:
  • stab
  • ,
  • jab

3. Μαχαίρι ή τρύπα

  • "Τράβηξε το κομμάτι του κρέατος με το μαχαίρι τσέπης"
    συνώνυμο:
  • μαχαιρώ
  • ,
  • τζαμπ